συγγενικός

συγγενικός
συγγεν-ικός, ή, όν,
A congenital or hereditary, of a predisposition to disease, Hp.Epid.3.1.σ, cf. Plu.Per.22;

σ. τρίχες Arist.Pr.878b27

(cf.

συγγενής 1

); τὸ σ. τέλος our congenital end, Nausiph.2, Polystr.Herc.346p.86V., cf. Epicur.Ep.3p.63U. Adv.

-κῶς Id.Ep.1p.24U.

II of or for kinsmen, σ. φιλία between kinsfolk, opp. ἑταιρική, Arist.EN1161b12;

σ. ἱερωσύναι D.H.2.21

;

σ. ἀρχιερατικοὶ στέφανοι OGI470.20

(Odemish, i A.D.);

τὰ ἀρχῆθεν ὑπάρχοντα ταῖς πόλεσιν πρὸς ἀλλήλας σ. δίκαια IG12(9).4.7

(Carystus, ca. i B.C.); κατὰ τὸ ς. Sammelb.4638.6 (ii B.C.);

συγγενικῆς θεᾶς Ἴσιδος Bull.Soc.Alex.5.273

(ii A.D.). Adv. -κῶς like kinsfolk, D.25.89, Polyaen.5.2.8.
2 metaph., kindred, of a common kind, ἔχειν τὴν μορφὴν ς. Arist.HA623b6; τὰ κοινὰ καὶ ς. things common and of our own nature, Alex.30.7; εἴδη πρὸς ἄλληλα ς. Arist.HA531b22.
3 of, belonging to the συγγενεῖς (111), Phan.Hist.11, Arch.Pap.1.220 ([place name] Ptolemaic).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγγενικός — congenital masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενικός — ή, ό / συγγενικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγγενής / συγγένεια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε συγγενή ή στη συγγένεια («συγγενικοί δεσμοί») 2. παραπλήσιος, παρόμοιος, παρεμφερής («συγγενικοί κλάδοι») νεοελλ. 1. αυτός που απαρτίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • συγγενικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη συγγένεια ή ταιριάζει σε συγγενή: Πέρασαν το βράδυ σε συγγενικό σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγγενικά — συγγενικός congenital neut nom/voc/acc pl συγγενικά̱ , συγγενικός congenital fem nom/voc/acc dual συγγενικά̱ , συγγενικός congenital fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενικῶν — συγγενικός congenital fem gen pl συγγενικός congenital masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενικόν — συγγενικός congenital masc acc sg συγγενικός congenital neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενικαῖς — συγγενικός congenital fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενικαί — συγγενικός congenital fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενικοῖς — συγγενικός congenital masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενικοί — συγγενικός congenital masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενικοῦ — συγγενικός congenital masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”